- οίκιση
- [-ις (-εως)] η1) заселение, предоставление жилья; 2) заселение, колонизация
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οίκιση — η (Α οἴκισις) [οικίζω] ίδρυση πόλης και εγκατάσταση κατοίκων σε αυτήν, αποίκιση, αποικισμός νεοελλ. εγκατάσταση κάποιου σε οικία, σε κατοικία … Dictionary of Greek
οἰκίσῃ — οἰκίσηι , οἴκισις colonization fem dat sg (epic) οἰκίζω found as a colony aor subj mid 2nd sg οἰκίζω found as a colony aor subj act 3rd sg οἰκίζω found as a colony fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικιστικός — ή, ό (Α οἰκιστικός, ή, όν) [οικιστής] νεοελλ. 1. ο σχετικός με την κατασκευή οικισμών («οικιστικός σχεδιασμός») 2. αυτός που αποτελείται από κατοικίες («οικιστικό σύνολο») 3. το θηλ. ως ουσ. η οικιστική σύγχρονη επιστήμη, κλάδος τής πολεοδομίας… … Dictionary of Greek